Δείτε επίσης: timbré

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

timbre (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
timbre timbres

timbre (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) το ηχόχρωμα
  2. το γραμματόσημο, το ένσημο
  3. σφραγίδα πάνω σε φάκελο ή δέμα που αναφέρει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα αναχώρησης

Εκφράσεις επεξεργασία