tilavet
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tilavet < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική تلاوت (tilâvet) < αραβική تِلَاوَة (tilāwa, σε κλιτικό τύπο: tilāwat), ρηματικό ουσιαστικό του تَلَا στη σημασία: διαβάζω, απαγγέλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
tilavet (tr)
- (ισλαμισμός) η ανάγνωση του Κορανίου με ωραία φωνή και σύμφωνα με τον προβλεπόμενο τύπο
- η ανάγνωση, η απαγγελία
- το να ακολουθεί κανείς
- η απαγγελία κάποιου κειμένου σύμφωνα με τις σημειώσεις, με ωραίο τρόπο