Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

tickle (en)

  1. το γαργάλημα

  Ρήμα επεξεργασία

tickle (en)

  1. γαργαλώ
  2. προκαλώ ευχαρίστηση ή διασκέδαση
    the abbreviation for Nixon's presidential campaign committee (CREEP) really tickles me