Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

terril < terri < terre

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.ʁi(l)/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
terril terrils

terril (fr) αρσενικό