Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
terril
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
terril
<
terri
<
terre
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
te.ʁi(l)
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
terril
terrils
terril
(fr)
αρσενικό
τύμβος
απορριμάτων ενός
ορυχείου