termino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- termino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termino | terminoj |
αιτιατική | terminon | terminojn |
termino (eo)
- ο (τεχνικός, κλπ) όρος
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
termino (it)
- α΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του ρήματος terminare