tenoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tenoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tenoro | tenoroj |
αιτιατική | tenoron | tenorojn |
tenoro (eo)
- ο τενόρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tenoro | tenoroj |
αιτιατική | tenoron | tenorojn |
tenoro (eo)