tendance
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tendance | tendances |
tendance (fr) θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
tendance (fr) άκλιτο
- (μεταφορικά) « της μόδας »
ενικός | πληθυντικός |
tendance | tendances |
tendance (fr) θηλυκό
tendance (fr) άκλιτο