team up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | team up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | teams up |
αόριστος | teamed up |
παθητική μετοχή | teamed up |
ενεργητική μετοχή | teaming up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
team up (en)
- συνεργάζομαι, συμμετέχω σε ομάδα
- ↪ This year, well-known actors will team up with the state theater.
- Με το κρατικό θέατρο θα συνεργαστούν φέτος γνωστοί ηθοποιοί.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ↪ This year, well-known actors will team up with the state theater.