teaching
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
teaching | teachings |
teaching (en)
- (μη μετρήσιμο) η διδασκαλία
- ↪ Teaching is difficult.
- Η διδασκαλία είναι δύσκολη.
- ↪ Teaching is difficult.
- η εκπαίδευση
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
teaching (en)