tautologie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tautologie | tautologies |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tautologie (fr) θηλυκό
- η ταυτολογία
- → δείτε τη λέξη lapalissade
- ο πλεονασμός
- → δείτε τη λέξη pléonasme
ενικός | πληθυντικός |
tautologie | tautologies |
tautologie (fr) θηλυκό