Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tassement tassements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tassement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη tasser