tartuffe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tartuffe < → δείτε τη λέξη Tartuffe < ιταλική tartufo (το μανιτάρι τρούφα) < λατινική terra (γη) + tuber (είδος μηλιάς)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tartuffe | tartuffes |
tartuffe (fr) αρσενικό