taro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- taro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taro | taroj |
αιτιατική | taron | tarojn |
taro (eo)
- η τάρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taro | taroj |
αιτιατική | taron | tarojn |
taro (eo)