tan
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tan | tans |
tan (en)
- το μαύρισμα (στον ήλιο)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | tan |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tans |
αόριστος | tanned |
παθητική μετοχή | tanned |
ενεργητική μετοχή | tanning |
tan (en)
- μαυρίζω (στον ήλιο)
- ↪ τhe sun tanned her - τη μαύρισε ο ήλιος
Βρετονικά (br) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
tan (br) αρσενικό
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tan | tans |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tan (fr) αρσενικό
- κονιορτοποιημένος φλοιός βαλανιδιάς και ορισμένων άλλων δέντρων που χρησιμοποιείται στην κατεργασία των δερμάτων