Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

take into account < → δείτε τις λέξεις take, into και account

  Έκφραση επεξεργασία

take into account (en)

  • (ιδιωματισμός) λογαριάζω, έχω υπόψη μου, λαμβάνω υπόψη γεγονότα, περιστάσεις κτλ. όταν παίρνω μια απόφαση για κάτι
    I never took into account public opinion.
    Ποτέ δε λογάριασα την κοινή γνώμη.
    We must take everything into account before we decide.
    Πρέπει να τα λογαριάσουμε όλα πριν αποφασίσουμε.
    Have you taken into account the consequences?
    Έχεις υπόψη σου τις συνέπειες;
    I will not take it into account at all.
    Δε θα το πάρω καθόλου υπόψη μου.
    Knowledge of a foreign language will be taken into account.
    Θα ληφθεί υπόψη η γνώση μιας ξένης γλώσσας.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία