ενεστώτας take back
γ΄ ενικό ενεστώτα takes back
αόριστος took back
παθητική μετοχή taken back
ενεργητική μετοχή taking back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
take back < → δείτε τις λέξεις take και back

take back (en)

  • παίρνω πίσω, παραδέχομαι ότι κάτι που είπα ήταν λάθος ή ότι δεν έπρεπε να το πω
    I take back what I said.
    Παίρνω πίσω ό,τι είπα.