Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /taf/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
taf tafs

taf (fr) και taffe αρσενικό

  1. φόβος
  2. δουλειά, εργασία