tératologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ʁa.tɔ.lɔ.ʒi/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tératologique | tératologiques |
tératologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tératologique | tératologiques |
tératologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό