Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tâtonnement < tâtonner

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.tɔn.mɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tâtonnement tâtonnements

tâtonnement (fr) αρσενικό

  1. η ψηλάφηση
  2. (μεταφορικά) διστακτική επαναλαμβανόμενη προσπάθεια για να βρούμε κάτι

Συγγενικά επεξεργασία