Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

szach < περσική شاه

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃax/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

szach (pl) αρσενικό

  1. σαχ (η απειλή του βασιλιά στο σκάκι)
  2. τίτλος Πέρση Μονάρχη, σάχης

Συγγενικά επεξεργασία