Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

synonymia (en)

  • η χρήση στο λόγο δύο ή περισσότερων συνωνύμων για να δοθεί έμφαση

Δείτε επίσης επεξεργασία