syndic
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
syndic | syndics |
Ουσιαστικό επεξεργασία
syndic (fr) αρσενικό
- υπεύθυνος μιας συνιδιοκτησίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη syndiquer
ενικός | πληθυντικός |
syndic | syndics |
syndic (fr) αρσενικό