symptomatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɛ̃p.tɔ.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
symptomatique | symptomatiques |
symptomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
symptomatique | symptomatiques |
symptomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό