Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

symptomatic (en)

  1. συμπτωματικός (για ασθένεια)
    symptomatic treatment - συμπτωματική θεραπεία
    symptomatic hypoglycaemia - συμπτωματική υπογλυκαιμία
  2. που αποτελεί σύμπτωμα
    the new law is symptomatic of an undemocratic society - ο νέος νόμος είναι σύμπτωμα μιας αντιδημοκρατικής κοινωνίας