sweetly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | sweetly |
συγκριτικός | more sweetly |
υπερθετικός | most sweetly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
sweetly (en)
- γλυκά
- ↪ She spoke sweetly to him to calm him down.
- Του μίλησε γλυκά για να τον ηρεμήσει.
- ↪ She spoke sweetly to him to calm him down.