Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
svolta svolte

svolta (it)

  1. η στροφή ενός δρόμου
  2. (μεταφορικά) η κρίσιμη στιγμή