svedlingva
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | svedlingva | svedlingvaj |
αιτιατική | svedlingvan | svedlingvajn |
svedlingva (eo)
- jen la svedlingva artikolo - να το σουηδικό άρθρο