surenchérissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- surenchérissement < surenchérir
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
surenchérissement | surenchérissements |
surenchérissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
surenchérissement | surenchérissements |
surenchérissement (fr) αρσενικό