Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
supposition suppositions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

supposition (en) (επίσημο)

  1. (μετρήσιμο) η υπόθεση, η πρόταση με την οποία υποθέτουμε
    Our suppositions were fully confirmed.
    Οι υποθέσεις μας επιβεβαιώθηκαν πλήρως.
  2. (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η πράξη του υποθέτω
    Your suspicions are based on supposition.
    Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sy.pɔ.zi.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
supposition suppositions

supposition (fr) θηλυκό

  • η υπόθεση (πρόταση με την οποία υποθέτουμε)