support
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
support | supports |
support (en)
- το στήριγμα
- η υποστήριξη
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | support |
γ΄ ενικό ενεστώτα | supports |
αόριστος | supported |
παθητική μετοχή | supported |
ενεργητική μετοχή | supporting |
support (en)
- υποστηρίζω
- ≈ συνώνυμα: advocate, back, champion, defend, stand up for και stick up for
- στηρίζω
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
support | supports |
support (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη supporter