superstiĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /su.peɾˈsti.t͡ʃo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superstiĉo | superstiĉoj |
αιτιατική | superstiĉon | superstiĉojn |
superstiĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superstiĉo | superstiĉoj |
αιτιατική | superstiĉon | superstiĉojn |
superstiĉo (eo)