supermarket
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
supermarket | supermarkets |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌsuːpəˈmɑːkɪt/ & /ˌsupɚˈmɑɹkət/
Ουσιαστικό επεξεργασία
supermarket (en)
- το σουπερμάρκετ, η υπεραγορά
ενικός | πληθυντικός |
supermarket | supermarkets |
supermarket (en)