Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας sulk
γ΄ ενικό ενεστώτα sulks
αόριστος sulked
παθητική μετοχή sulked
ενεργητική μετοχή sulking

  Ρήμα επεξεργασία

sulk (en)