suddenly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | suddenly |
συγκριτικός | more suddenly |
υπερθετικός | most suddenly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
suddenly (en)
παραθετικά | |
θετικός | suddenly |
συγκριτικός | more suddenly |
υπερθετικός | most suddenly |
suddenly (en)