sucessão
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
sucessão (pt) < από το λατινικό successĭo , -ōnis
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sucessão | sucessões |
Ουσιαστικό επεξεργασία
sucessão (pt)
sucessão (pt) < από το λατινικό successĭo , -ōnis
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sucessão | sucessões |
sucessão (pt)