submersible
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /səbˈmɜː.sə.bəl/
Επίθετο επεξεργασία
submersible (en)
- που μπορεί να καταδυθεί, να βυθιστεί στο νερό· καταδυόμενος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
submersible | submersibles |
submersible (en) (ναυτικός όρος)
- (ΗΒ) μικρό μη στρατιωτικό, μη πυρηνοκίνητο υποβρύχιο σκάφος για εξερεύνηση
- (ΗΠΑ) καταδυόμενο σκάφος· σκάφος που καταδύεται στο νερό, που σε σχέση με το υποβρύχιο έχει περιορισμένη αυτονομία κίνησης, και το οποίο μεταφέρεται και ποντίζεται από ένα συνοδευτικό σκάφος υποστήριξης ή μια πλατφόρμα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- submersible στην αγγλική Βικιπαίδεια
- bathyscaphe
- DSV
- semi-submarine
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
submersible | submersibles |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /syb.mɛʁ.sibl/
Επίθετο επεξεργασία
submersible (fr) αρσενικό ή θηλυκό (κοινού γένους)
- που είναι βυθισμένος
- (βοτανική) χαρακτηρισμός ορισμένων υδρόβιων φυτών που, έπειτα από την ανθοφορία, βυθίζονται στο νερό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
submersible | submersibles |
submersible (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) σκάφος που μπορεί να κινείται τόσο στην επιφάνεια του νερού, όσο και κάτω από αυτήν, σε μικρό βάθος