Κροατικά (hr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
ονομαστική stvâr stvâr
γενική stvârī stvárī
δοτική stvâri stvárima
αιτιατική stvâr stvâri
κλητική stvâri stvâri
τοπική stvâri stvárima
οργανική stvârjy, stvári stvárima

stvar (en) θηλυκό