stulteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stulteco | stultecoj |
αιτιατική | stultecon | stultecojn |
stulteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stulteco | stultecoj |
αιτιατική | stultecon | stultecojn |
stulteco (eo)