stuko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- stuko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stuko | stukoj |
αιτιατική | stukon | stukojn |
stuko (eo)
- ο στόκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stuko | stukoj |
αιτιατική | stukon | stukojn |
stuko (eo)