studento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studento | studentoj |
αιτιατική | studenton | studentojn |
studento (eo)
- ο φοιτητής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studento | studentoj |
αιτιατική | studenton | studentojn |
studento (eo)