student
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
student | students |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
student (en)
- ο φοιτητής, η φοιτήτρια, ο σπουδαστής, η σπουδάστρια, ένα άτομο που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο ή κολέγιο
- ↪ a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο
- ↪ a college student - σπουδαστής κολεγίου
- ↪ In my student years, I worked at a bar.
- Στα φοιτητικά μου χρόνια δούλευα σε ένα μπαρ.
- ο μαθητής, η μαθήτρια, ο σπουδαστής, η σπουδάστρια, άτομο που σπουδάζει σε οποιοδήποτε σχολείο
- ↪ an elementary/middle/high school student - μαθητής του δημοτικού/του γυμνασίου/του λυκείου
- ↪ a student at a dance school - σπουδάστρια σε σχολή χορού
- (επίσημο) ο μελετητής, η μελετήτρια, ένα άτομο που ενδιαφέρεται πολύ για ένα συγκεκριμένο θέμα
- ↪ a student of the modern Greek language - μελετητής της νεοελληνικής γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
Κροατικά (hr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
student (hr) αρσενικό
- ο σπουδαστής
- ο φοιτητής
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
student < studium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
student (pl) αρσενικό
- ο σπουδαστής
- ο φοιτητής
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη studia
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
student (ro) αρσενικό
- ο φοιτητής
Κλίση επεξεργασία
κλίση του student
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un student | studentul | nişte studenți | studențiilor |
γενική | a unui student | studentului | a unor studenți | studențiilor |
δοτική | a unui student | studentului | a unor studenți | studențiilor |
αιτιατική | un student | studentul | nişte studenți | studențiilor |
κλητική | — | - | — | - |
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
student (sr)
- λατινική γραφή του студент
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
student (cs) αρσενικό
- ο σπουδαστής
- ο φοιτητής