Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική strzała strzały
γενική strzały strzał
δοτική strzale strzałom
αιτιατική strzałę strzały
οργανική strzałą strzałami
τοπική strzale strzałach
κλητική strzało strzały

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsṭʃawa/

  Ετυμολογία επεξεργασία

strzała < πρωτοσλαβική strěla

  Ουσιαστικό επεξεργασία

strzała (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία