Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stove stoves

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stove (en)

  1. η σόμπα
  2. (συσκευή) η κουζίνα
    ο χώρος της κουζίνας: kitchen