stochastique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɔ.kas.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stochastique | stochastiques |
stochastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
stochastique | stochastiques |
stochastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό