stila
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stila | stilaj |
αιτιατική | stilan | stilajn |
stila (eo)
- σχετικός με το ύφος ή με την τεχνοτροπία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stila | stilaj |
αιτιατική | stilan | stilajn |
stila (eo)