step down
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | step down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steps down |
αόριστος | stepped down |
παθητική μετοχή | stepped down |
ενεργητική μετοχή | stepping down |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
step down (en) (ιδιωματισμός)
ενεστώτας | step down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steps down |
αόριστος | stepped down |
παθητική μετοχή | stepped down |
ενεργητική μετοχή | stepping down |
step down (en) (ιδιωματισμός)