Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας steamroll
γ΄ ενικό ενεστώτα steamrolls
αόριστος steamrolled
παθητική μετοχή steamrolled
ενεργητική μετοχή steamrolling

  Ετυμολογία επεξεργασία

steamroll < steam + roll

  Ρήμα επεξεργασία

steamroll (en)

  1. στρώνω ένα δρόμο με οδοστρωτήρα
  2. (μεταφορικά) συντρίβω
    They steamrolled all political opposition.
    Συνέτριψαν κάθε πολιτικό αντίπαλο.

Συνώνυμα επεξεργασία