statuso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- statuso < λατινική status
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | statuso | statusoj |
αιτιατική | statuson | statusojn |
statuso (eo)
- η ιδιότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | statuso | statusoj |
αιτιατική | statuson | statusojn |
statuso (eo)