Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
starter starters

  Ετυμολογία επεξεργασία

starter < start + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

starter (en)

  1. (τεχνολογία) η μίζα
  2. το ορεκτικό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appetizer