standalone
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
standalone (en)
- (λογισμικό) το αυτόνομο λογισμικό, η εφαρμογή που δεν απαιτεί άλλο λογισμικό για να λειτουργήσει (παρά μόνο το λειτουργικό σύστημα), σε αντίθεση με μία εφαρμογή ιστού (web application) που λειτουργεί με τη χρήση φυλλομετρητή (web browser)
- Άλλη γραφή: stand-alone
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Standalone software στην αγγλική Βικιπαίδεια